«Τι να κάνω;», με ρωτάει.
Τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου γυαλίζουν. Σφίγγει τα μπράτσα της πολυθρόνας για να μη βάλει τα κλάματα.
«Τι να κάνω;»
Μπορώ σχεδόν να δω τον κόμπο στον λαιμό του. Μπορώ να νιώσω τον πόνο του. Σ’ αυτό το βλέμμα αποτυπώνεται η τελευταία του ελπίδα, στηριγμένη πάνω στην απάντηση που θα του δώσω.
Σε λίγο θα με καταριέται κι αυτός, όπως τόσοι άλλοι.
«Τι θέλεις να κάνεις;»
«Δεν ξέρω! Εγώ δε ξέρω απ’ αυτά. Γι αυτό ήρθα εδώ. Εσύ είσαι ο γιατρός.»
«Θα το βρεις. Το ξέρω ότι θα το βρεις.»
Διακρίνει στο πρόσωπό μου ότι δεν πρόκειται να πάρει απάντηση και η ελπίδα την κάνει απ’ το παράθυρο. Βράζει από θυμό. Ετοιμάζεται να μου βάλει τις φωνές.
«Σου συμβαίνει συχνά να φωνάζεις στους ανθρώπους που αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη για δικές σου επιλογές;», τον προλαβαίνω.
Μένει ακίνητος και με κοιτάζει. Απορία. Ξαναπαίζει στο μυαλό του την τελευταία μου φράση, προσπαθώντας να την καταλάβει.
«Εννοώ, αν θυμώνεις συχνά με αυτούς που αρνούνται να σου πουν τι να κάνεις.»
Τον τσάκισα. Ο θυμός εξαφανίζεται και μένει η καθαρή απόγνωση που καλύπτονταν από κάτω.
«Μα δεν ξέρω τι να κάνω… Πώς γίνεται να είμαι καλύτερα ενώ βλέπω τα παιδιά μου δυστυχισμένα; Τι μου λες δηλαδή; Να ζω τη ζωή μου σα να μη τρέχει τίποτα; Να τα αφήσω να κόψουν το λαιμό τους; Είναι τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου…», επαναλαμβάνει τη λέξη στον εαυτό του, σαν –για μία μοναδική στιγμή –να σκέφτηκε ότι μπορεί η διάθεσή του να αποσυνδεθεί από την κατάσταση των παιδιών του, ότι είναι ακόμη άνθρωπος και όχι απλώς και μόνο ένας πατέρας. Νιώθει ότι τα πρόδωσε τα παιδιά του εκείνη τη στιγμή και τώρα συνετίζει τον εαυτό του.
«Τα αγαπάς πάρα πολύ, τα παιδάκια σου.» Τον διαβεβαιώνω. Τα «παιδάκια» του, κοντεύουν να κλείσουν τα 30.
«Φυσικά τα αγαπάω! Είναι τα παιδιά μου!», με κοιτάζει σαν να είμαι ο πιο ηλίθιος άνθρωπος στον κόσμο.
«Δεν μπορώ να ξέρω εγώ τι είναι καλύτερο για σένα να κάνεις. Αλλά θα το βρεις. Συνειδητοποίησες πολλά καινούρια πράγματα σήμερα. Απλώς χρειάζεσαι χρόνο για να κατακάτσουν.»
Με κοιτάζει ξανά, και αυτή τη φορά διακρίνω ένα ψήγμα φόβου. Αυτό είναι καλό. Ξέρει ότι τα πράγματα είναι έτσι απλώς φοβάται ότι δε θα τα καταφέρει. Μπορεί να μη βγάζει μιλιά αλλά η ερώτηση που κάνει είναι σαφής.
«Είσαι σε πολύ καλό δρόμο.», του απαντάω και κλείνω το μπλοκ που κρατούσα. Αυτό είναι το σινιάλο του τέλους της συνεδρίας.
Τον συνοδεύω μέχρι την έξοδο και φεύγει με σκυμμένο το κεφάλι. Κι όμως περπατάει ελάχιστα πιο ανάλαφρα απ’ ότι όταν μπήκε.
Κλείνω την πόρτα και επιστρέφω στο δωμάτιο των συνεδριών. Πετάω το μπλοκ στον τοίχο, στοχεύοντας το κάδρο με το κωλόχαρτο από το τμήμα ψυχολογίας και φυσικά αστοχώ. Χτυπάω τη γροθιά μου στο γραφείο και σωριάζομαι στην καρέκλα. Οι κρόταφοί μου πάλλονται ρυθμικά κάτω από τις παλάμες μου.
Λες να μη θέλω να σου πω τι να κάνεις, γαμώ το φελέκι μου; Λες να μη θέλω να σε βάλω κάτω και να σου εξηγήσω ότι τα παιδιά σου δεν πρόκειται να βρουν δουλειά; Ότι είναι μέρος της γενιάς που χάνεται πάντα μέσα στην κρίση και ότι δεν πρόκειται να τα δεις ποτέ ευτυχισμένα; Ότι η ευτυχία όπως την ήξερες έχει τελειώσει και ότι αν θες να ευτυχήσεις σήμερα, πρέπει να αμφισβητήσεις έννοιες με τις οποίες γεννήθηκες, να αλλάξεις όλες σου τις προτεραιότητες και να ξεχάσεις όλα όσα θεωρούσες σημαντικά; Και που διάολο θες να ξέρω εγώ αν αυτό μπορεί να δουλέψει για σένα; Πώς θες να ξέρω αν είσαι έτοιμος να τα δεις και να τα διαχειριστείς όλα αυτά;
Μήπως ξέρω τι να κάνω εγώ; Μέρα νύχτα συζητάω με ανθρώπους, διαφωνούμε, συμφωνούμε και αλλάζουμε απόψεις κάθε εβδομάδα. Που αρχίζει το συλλογικό; Που σταματάει το ατομικό; Είναι θεμιτό να γίνεις έστω και για ένα δευτερόλεπτο ευτυχισμένος ενώ τα πράγματα είναι έτσι, ή σημαίνει ότι παραιτήθηκες από τον αγώνα για κάτι καλύτερο; Ότι αφομοιώθηκες από το σύστημα;
Είμαι θυμωμένος γιατί στη δομή του προβλήματος που τον βασανίζει βλέπω το δικό μου. Κάθε φορά που αυτός ο άνθρωπος πάει να νιώσει καλά, αισθάνεται ένοχος γιατί τα παιδιά του είναι δυστυχισμένα. Φροντίζει εκείνες τις φορές να το σκέφτεται, αυτό, να το υπενθυμίζει στον εαυτό του μέχρι να ξαναγίνει δυστυχής. Επιλέγει ενεργά να είναι δυστυχισμένος κάθε στιγμή διότι δεν αντέχει τις ενοχές του να περάσει δυο όμορφες μέρες ενώ τα παιδιά του δεν είναι καλά.
Κάθε φορά που κάποιος από εμάς πάει να νιώσει χαρούμενος, υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι το πολιτικό σκηνικό είναι ακόμα ίδιο, ότι εκεί έξω υπάρχει δουλειά να γίνει, ότι δεν έχουμε αγωνιστεί αρκετά. Ότι το παιδί μας –η κοινωνία μας –δεν είναι καλά. Πώς γίνεται να ευτυχίσουμε, ενώ η κατάσταση είναι έτσι;
Κι αν μας έλεγε κάποιος ότι «δεν πειράζει, μπορούμε να ευτυχίσουμε και να αγωνιστούμε ευτυχισμένοι», αντί να δυστυχούμε μέχρι να ολοκληρωθεί ο αγώνας, θα τον ακούγαμε; Στο διάολο θα τον στέλναμε. «Είναι τα παιδία μας», θα του λέγαμε και εμείς, κι ας αναφερόμασταν στην κοινωνία.
Ήχος από φρένα και κόρνα στα αριστερά μου. Ένας οδηγός με μουντζώνει. Όταν σκέφτομαι έντονα γίνομαι αφηρημένος. Πηδάω στο πεζοδρόμιο κι έπειτα στρέφομαι προς το μέρος του, φέρνω την παλάμη στο στήθος και κουνάω το κεφάλι προς τα κάτω. Συγνώμη.
Το Παγκράτι τον Αύγουστο είναι το ίδιο άσχημο με τους προηγούμενους μήνες. Ζέστη, νέφος, καταστολή, μα το χειρότερο απ’ όλα μιζέρια. Τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα νιώθουμε σαν πρωταγωνιστές σε ιστορίες του Μπουκόφσκι.
Ίσως σήμερα, μετά από λίγη ώρα που θα ‘μαι βυθισμένος στο βιβλίο και θα αρχίσω να νιώθω όμορφα, να μην το κλείσω. Ίσως να μην το πετάξω στην άκρη, ανοίγοντας μια εφημερίδα.
Ίσως να πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να είναι καλά ακόμα κι όταν το «παιδί» είναι άρρωστο, προτού ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να το «βοηθήσουμε».