Γίνεται πολύς λόγος για την απαραίτητη ειλικρίνεια που πρέπει να υπάρχει προκειμένου να καταφέρει μια σχέση μεταξύ ανθρώπων να λειτουργήσει. Από την παιδική μας ακόμη ηλικία, οι γονείς μας τονίζουν τη σημασία που έχει να τους λέμε την αλήθεια καθώς επίσης και το να μην τους κρύβουμε πράγματα. Έχουν γραφτεί αρκετά βιβλία πάνω στην ανάλυση του αν η απόκρυψη της αλήθειας ισοδυναμεί με ψέμα, αλλά εμείς θα εντάξουμε τόσο την αποφυγή των ψεμάτων όσο και την μη απόκρυψη της αλήθειας από τον άλλο, σε μια κοινή κατηγορία που θα την ονομάσουμε «ευθύτητα».
Είμαι ευθύς με τον άλλο, όταν η επικοινωνία μας χαρακτηρίζεται από ευθύτητα. Προκειμένου να συμβεί αυτό, δεν παραποιώ την αλήθεια λέγοντας ψέμματα, ούτε την αποκρύπτω. Μοιράζομαι αυτά που σκέφτομαι και νιώθω μαζί του, χωρίς να προσπαθώ να τα τροποποιήσω ή να τα συγκαλύψω.
Ο ευθύς τρόπος επικοινωνίας, αν και ακούγεται απλός, δεν είναι τόσο διαδεδομένος ανάμεσα στον πληθυσμό. Οι περισσότεροι από εμάς, επιλέγουμε διαφορετικούς δρόμους ανάλογα με πράγματα με τα οποία έχουμε μεγαλώσει και επικοινωνιακούς ρόλους τους οποίους παίζουμε από την παιδική μας ηλικία. Μία από τις πρώτες οικογενειακές θεραπεύτριες, η Virginia Satir, έκανε μία προσπάθεια να ταξινομήσει μερικούς από τους παραπάνω τρόπους επικοινωνίας και κατέληξε στα παρακάτω (Satir, 1988):
Ο συμβιβαστικός τύπος επικοινωνίας στηρίζεται στον συμβιβασμό και στην εξάρτηση. Είναι ο τρόπος επικοινωνίας που όταν τον υιοθετούμε φαινόμαστε υποχωρητικοί στα θέλω του άλλου, παίρνουμε μια στάση θύματος που δεν μπορεί να διεκδικήσει τα δικά του θέλω γιατί «νοιάζεται» να είναι καλά ο άλλος. Αν τον φανταστούμε σε μία συγκεκριμένη στάση σώματος, αυτή θα ήταν η στάση του ικέτη που ζητάει από τον άλλο, ό,τι μπορεί αυτός να του δώσει. Πίσω από αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας κρύβεται ένας άνθρωπος που νιώθει ότι δεν αξίζει και ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλο
Ο επικριτικός τύπος επικοινωνίας στηρίζεται στον θυμό και στην επίκριση. Όταν επικοινωνούμε με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε έντονα επικριτικοί με τον άλλο, προβαίνουμε σε χαρακτηρισμούς και σε κατηγορίες. Τονίζουμε τα λάθη που θεωρούμε πως κάνει και του μεταφέρουμε όλη την ευθύνη για οτιδήποτε πάει στραβά. Η στάση σώματος του επικριτικού τύπου επικοινωνίας είναι ένας άνθρωπος θυμωμένος που δείχνει τον άλλο με το δάκτυλο σαν να τον δικάζει και να τον κατηγορεί. Πίσω από τον συγκεκριμένο τρόπο να εκφράζουμε το θυμό μας, κρύβεται συνήθως η αίσθηση ότι είμαστε μόνοι και αποτυχημένοι
Ο υπολογιστικός τρόπος επικοινωνίας, έχει στην καρδιά του το στοιχείο της συναισθηματικής οχύρωσης. Όταν επικοινωνούμε με αυτό τον τρόπο γινόμαστε άκαμπτοι, παίρνουμε ύφος ειδικού και μιλάμε συνήθως θεωρητικά ή με σαρκαστικά υπονοούμενα που καλύπτονται πίσω από θεωρητικές κατασκευές. Η στάση του σώματος γίνεται άκαμπτη και δεν προδίδει κάποιο συναίσθημα, ενώ μέσα μας επικρατεί η αίσθηση πως είμαστε ευάλωτοι.
Ο παραπλανητικός τρόπος επικοινωνίας στηρίζεται πάνω στην υπεκφυγή. Αλλάζουμε θέμα και μιλάμε για κάτι άσχετο, αποφεύγοντας όλα όσα μπορεί να είναι απειλητικά για εμάς. Δημιουργούμε την αίσθηση στον συνομιλητή μας ότι σκεφτόμαστε κάτι εντελώς διαφορετικό και ότι το μυαλό μας τρέχει κάπου αλλού. Στη στάση του σώματος εμφανίζονται αντιφάσεις όπως ο διαφορετικός προσανατολισμός του βλέμματος και του σώματος. Η αίσθηση που κρύβεται πίσω από τον συγκεκριμένο τρόπο επικοινωνίας, είναι ότι οι άλλοι δε νοιάζονται για εμάς.
Από την περιγραφή της Σατίρ, μέχρι σήμερα έχουμε μοντέλα που εξηγούν πολύ καλύτερα και βαθύτερα την ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά τα παραπάνω αποτελούν μια καλή αρχή για όσους θέλουν να κάνουν μια πρώτη εμβάθυνση στο θέμα. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την συνδιαλλαγή μας με τους γύρω μας και να εντοπίσουμε ποιούς από αυτούς τους τρόπους χρησιμοποιούμε και σε ποιες περιπτώσεις. Συνήθως η ερώτηση κλειδί σε αυτό το σημείο συνδέεται με την αίσθηση που περιγράφεται πως έχουμε στο τέλος κάθε τύπου. Νιώθουμε όντως έτσι εκείνη τη στιγμή και, αν ναι, γιατί δεν το επικοινωνούμε απευθείας στο συνομιλητή μας;
Πηγή: Satir, V. (1988), The new peoplemaking., California: Mountain View