Έχουν περάσει άπλετα χρόνια μα δεν νομίζω πως θα ατονήσουν ποτέ στη μνήμη μου οι παιδικές μου επισκέψεις στον oδοντίατρο. Ούτε στη δική του. Να ‘στε βέβαιοι για αυτό.
Για κάποιο περίεργο λόγο τον οποίο δεν έχω καταλάβει ακόμη, τα δόντια μου έβγαιναν κάπως στραβά. Έτσι την περίοδο την οποία τα παιδιά αλλάζουν δόντια, εγώ έπρεπε να επισκέπτομαι τον οδοντίατρο προκειμένου να κάνει εξαγωγή στα παλιά. Μετά από μία συναρπαστική πρώτη επίσκεψη, με πόνο, αίματα και αλατόνερα στο σπίτι, πήρα την εξής απόφαση:
«Εγώ, εκεί, δεν ξαναπάω, τελεία»
Η συγκεκριμένη απόφαση είχε τα υπέρ και τα κατά της –όπως συμβαίνει τελικά με κάθε απόφαση (αλλά αυτό δε θα το συνειδητοποιούσα παρά χρόνια αργότερα). Στα υπέρ συγκαταλέγονταν αναμφίβολα η αποφυγή του πόνου, του φόβου και του άγχους που μου προξενούσε η εν λόγω διαδικασία, πράγματα τα οποία, για ένα παιδί, αποτελούν καταστάσεις που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τις διαχειριστεί. Ακριβώς όπως συμβαίνει και για τους ενήλικες δηλαδή, αλλά αυτό και πάλι ήταν κάτι το οποίο θα το μάθαινα χρόνια αργότερα.
Τα κατά της συγκεκριμένης απόφασης ήταν απλά: Οι γονείς μου διαφωνούσαν και έτσι εμένα δεν μου έπεφτε λόγος. Οπότε, με συνοπτικές διαδικασίες άρχισαν να με πηγαίνουν στον οδοντίατρο με το ζόρι.
Όπως καταλαβαίνετε, αυτή η σύγκρουση είχε κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Από εκείνο το σημείο και έπειτα τα πράγματα κυλούσαν ως εξής: Μετά από δικές μου γκρίνιες, αντιστάσεις και κλάματα για τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν την ώρα του ραντεβού, κατέληγα τρομαγμένος και φοβισμένος στην οδοντιατρική καρέκλα έχοντας από πάνω μου έναν –κατά τα άλλα συμπαθέστατο κύριο –ο οποίος μου χαμογελούσε κρατώντας μία τανάλια (την οποία μάλιστα θυμάμαι εξαιρετικά μεγαλύτερη απ’ ότι διαπίστωσα αργότερα ότι πράγματι ήταν).
Η επόμενη μισή ώρα περνούσε με τις απεγνωσμένες προσπάθειες του οδοντιάτρου να με πείσει να ανοίξω το στόμα μου. Αμ δε…
Ανάμεσα στα ελάχιστα πράγματα που θυμάμαι από εκείνη την περίοδο της ζωής μου, μου έχει μείνει χαρακτηριστικά τόσο η ανυπομονησία της μητέρας μου να τελειώσει η διαδικασία και να φύγουμε, όσο και η απόγνωση του οδοντίατρου που δεν καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει. Ο παρακάτω διάλογος επαναλαμβανόταν κάθε φορά.
«Άντε ρε συ τελείωνε και έχω να πάω στη δουλεία»
«Τι θες να κάνω ρε Ρένα, αφού δεν ανοίγει το στόμα του; Άνοιξε ρε!»
Ήμουν αρκετά περήφανος εκείνη την περίοδο για την αντίδραση που είχα. Δεν ήξερα βέβαια ότι αυτή η παράλογη κατάσταση στην οποία υπέβαλλα τον οδοντίατρό μου, -το να προσπαθεί να μου φτιάξει τα δόντια, ενώ εγώ αρνούμουν πεισματικά να ανοίξω το στόμα μου –ήταν μία κατάσταση την οποία θα αντιμετώπιζα διαρκώς στην μετέπειτα δουλειά μου.
Διότι αυτό ακριβώς είναι το λεγόμενο θεραπευτικό παράδοξο.
Το μοντέλο του Μιλάνου και η Οικογενειακή θεραπεία
Το 1975, εμφανίστηκαν τέσσερις θεραπευτές, οι οποίοι συνέθεσαν το παγκοσμίως γνωστό σήμερα, μοντέλο του Μιλάνου. Οι συγκεκριμένοι θεραπευτές, δεν έβλεπαν τον αναφερόμενο ασθενή ως έναν άνθρωπο άρρωστο, ο οποίος έπρεπε να θεραπευτεί, αλλά ως μέλος μιας οικογένειας, η οποία προσεγγιζόταν στη συνέχεια, συνολικά, ως ένα ενιαίο σύστημα. Έτσι η ψυχοθεραπεία λάμβανε χώρα καλώντας στο θεραπευτικό χώρο ολόκληρη την οικογένεια και κατέληγε να είναι μια «οικογενειακή θεραπεία».
Παρατηρήθηκε λοιπόν, ότι μέσα σε μία οικογένεια –όπως και σε κάθε ομάδα ανθρώπων –αναπτύσσεται με το πέρασμα του χρόνου ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι ορίζουν τους τρόπους με τους οποίους τα μέλη της συμπεριφέρονται. Έτσι η οικογένεια καταλήγει να μην αποτελείται από αυτόνομες μονάδες που συμπεριφέρονται αυτόβουλα, αλλά να συμπεριφέρεται σαν μία ομάδα ανθρώπων η οποία παίζει ένα «παιχνίδι». Ένα παιχνίδι στο οποίο όλοι οι συμμετέχοντες, τηρούν κάποιους κανόνες οι οποίοι έχουν οριστεί στο παρελθόν από την ίδια την οικογένεια.
Όταν δε, έχουμε μια οικογένεια της οποίας κάποιο μέλος παρουσιάζει ένα πρόβλημα, βλέπουμε ότι στην συγκεκριμένη οικογένεια έχουν δημιουργηθεί κάποια πολύ συγκεκριμένα συστήματα κανόνων τα οποία έχουν τέτοια μορφή ώστε να συντηρούν το πρόβλημα. Το ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι κανόνες ή το με ποιους τρόπους συντηρούν το πρόβλημα, δεν μας απασχολεί αυτή τη στιγμή. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι να κατανοήσουμε, ότι προκειμένου να ανακουφιστεί το πρόβλημα με το οποίο έρχονται στο γραφείο μας, πρέπει να αλλάξει όχι ο αναφερόμενος ως ασθενής, αλλά οι κανόνες με τους οποίους λειτουργεί η οικογένεια.
Το Θεραπευτικό Παράδοξο
Δυστυχώς μια τέτοια αλλαγή των θεμελιωδών κανόνων πάνω στους οποίους είναι στημένη η οικογενειακή ζωή, είναι κάτι το οποίο δεν συμφέρει την οικογένεια, αφού αποτελεί μια άμεση απειλή για την σταθερότητά της. Μέσα από την εφαρμογή αυτών των κανόνων, η οικογένεια αντλεί ασφάλεια και συνεπώς είναι απρόθυμη να τους αποχωριστεί. Εδώ ακριβώς έγκειται το θεραπευτικό παράδοξο, το οποίο οι οικογενειακοί θεραπευτές αντιμετωπίζουμε πάρα πολύ συχνά.
Όσο και αν εξηγούμε τα παραπάνω πράγματα στην οικογένεια, αυτή επιμένει να μην αλλάζει τους κανόνες της. Επιμένει ότι το συγκεκριμένο μέλος που φαίνεται να υποφέρει, έχει κάποιο πρόβλημα, ότι αυτός είναι που πρέπει να αλλάξει και όχι το παιχνίδι που παίζεται από όλους τους. Μας ζητάει να ανακουφίσουμε το πρόβλημα θεραπεύοντας το «άρρωστο» μέλος χωρίς να μας αφήνει να αγγίξουμε την δομή της ίδιας οικογένειας. Μας ζητάει ουσιαστικά να την θεραπεύσουμε χωρίς να την «αγγίξουμε». Μας ζητάει να την θεραπεύσουμε, ενώ την ίδια στιγμή αρνείται να ανοίξει το στόμα της. Το θεραπευτικό παράδοξο με το οποίο μας φέρνει αντιμέτωπους συνοψίζεται τελικά στην εξής φράση η οποία προκύπτει από την γενικότερη στάση της:
«Αλλάξτε μας χωρίς να μας αλλάξετε».
Ακούγεται περίεργο, μακρινό και ξένο.
Αμέ, πως, βέβαια.. Και αστείο μπορεί να ακούγεται ή ακόμη και «τρελό», αλλά αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο πόσο συχνά πέφτουμε οι ίδιοι θύματα ενός τέτοιου παράδοξου. Πόσες φορές προσπαθούμε να αλλάξουμε πράγματα, καταστάσεις ή ακόμη και συνήθειες στη ζωή μας, χωρίς να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Πόσες φορές προσπαθούμε να ανακουφιστούμε από μια κατάσταση που μας κάνει να υποφέρουμε, χωρίς να είμαστε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε την ασφάλεια που μας προφέρει η κατάσταση αυτή. Πόσες φορές μένουμε τελικά εγκλωβισμένοι μέσα σε κάτι το οποίο δεν θέλουμε, επειδή διατηρούμε την ψευδαίσθηση ότι το χρειαζόμαστε.
Πόσες φορές σφίγγουμε τα χείλη και αρνούμαστε πεισματικά να ανοίξουμε το στόμα, αποφεύγοντας έτσι τον οξύ πόνο και φόβο που μπορεί να προκληθεί από την προσωρινή αστάθεια, αλλά και διαιωνίζοντας ταυτόχρονα καταστάσεις τις οποίες ορκιζόμαστε ότι θα θέλαμε να αλλάξουν.
Δεν έχει μεγάλη σημασία εάν οι αλλαγές που θα θέλαμε να συμβούν είναι προσωπικές, σχεσιακές, οικογενειακές, εργασιακές ή ακόμη και πολιτικές ή κοινωνικές.
Δεν έχει μεγάλη σημασία αν αυτό που μας ταλαιπωρεί είναι ότι θέλουμε να κάνουμε δίαιτα, ότι θέλουμε να σταματήσει ο σύντροφος, το παιδί, ο γονιός ή ο εργοδότης μας να μας συμπεριφέρεται άσχημα, ότι θέλουμε να αλλάξει το πολιτικό ή το κοινωνικό σκηνικό.
Όταν επιδιώκουμε επανειλημμένα μια οποιαδήποτε αλλαγή και δεν την καταφέρνουμε, ίσως να έχει έρθει ο καιρός να σκεφτούμε ότι έχουμε πέσει θύματα του θεραπευτικού παράδοξου.
Ότι θέλουμε να αλλάξουμε χωρίς να αλλάξουμε.
Ότι συμπεριφερόμαστε σαν πεντάχρονα παιδιά που δεν θέλουν να πάνε στον οδοντίατρο.
*πηγή φωτογραφίας: http://alexiajones.blogs.elle.es/tag/dentista/